ετερόχειρ

ετερόχειρ
(-ος) ο , η однорукий человек, однорук|ий, -ая

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ετερόχειρ" в других словарях:

  • ετερόχειρ — ο, η (Α ἑτερόχειρ) 1. αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, ο μονοχέρης, ο κουλός νεοελλ. αυτός που χειρίζεται καλά μόνο το ένα χέρι αρχ. ο αριστερόχειρας, ο ζερβοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χειρ] …   Dictionary of Greek

  • ετεροχειρία — η [ετερόχειρ] ιατρ. 1. η ιδιότητα τού ετερόχειρος, το να έχει κανείς ένα μόνο χέρι ή το να χρησιμοποιεί καλά μόνο το ένα χέρι 2. ιατρ. διαταραχή τής αισθητικότητας, κατά την οποία ένας ερεθισμός σε ένα σημείο τού δέρματος, π.χ. στη δεξιά κνήμη,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»